- Δαυλίᾳ
- Δαυλίαι , ΔαυλίαDaulisfem nom/voc plΔαυλίᾱͅ , ΔαυλίαDaulisfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαυλία — Δαυλίᾱ , Δαυλία Daulis fem nom/voc/acc dual Δαυλίᾱ , Δαυλία Daulis fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλιά — η 1. χτύπημα με δαυλό 2. ανακίνηση των δαυλιών για να αναζωπυρωθεί η φωτιά 3. το καθάρισμα τού φούρνου με βρεγμένο πανί από τα υπολείμματα τής φωτιάς … Dictionary of Greek
Δαυλίας — Δαυλίᾱς , Δαυλία Daulis fem acc pl Δαυλίᾱς , Δαυλία Daulis fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαυλίαι — Δαυλία Daulis fem nom/voc pl Δαυλίᾱͅ , Δαυλία Daulis fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαυλίαν — Δαυλίᾱν , Δαυλία Daulis fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] … Dictionary of Greek
δαυλιάζω — 1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω 2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει») … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
συμπαίνω — Ν ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μπαίνω] … Dictionary of Greek
Εορδαία — I Αρχαία περιοχή της Μακεδονίας, στα Β του Αλιάκμονα, η κυριότερη πόλη της οποίας ήταν η ομώνυμη, που βρισκόταν κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Ε. υποτάχθηκε στους Τημενίδες που εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού… … Dictionary of Greek